ἀναρρώσῃς

ἀναρρώσῃς
ἀναρρώννυμι
strengthen afresh
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • υποθερμία — (Ιατρ.). Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Παρατηρείται στην περίοδο της ανάρρωσης από σοβαρές παθήσεις, σε λιμό, στη χολέρα, την έντονη διάρροια των παιδιών, σε πολλών μορφών δηλητηριάσεις, στην ουραιμία, την… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… …   Dictionary of Greek

  • γρίππη — Οξεία λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος με γενικευμένα σωματικά συμπτώματα που προκαλείται από τύπους του ίδιου ιού. Μεταδίδεται πολύ εύκολα και συχνά προκαλεί μικρές εποχικές χειμερινές επιδημίες, σπανιότερα μεγάλες επιδημίες και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λογιόλα, Ιγκνάσιο — (Ignatius Loyola, Πύργος Λογιόλα, Ισπανία 1491 – Ρώμη 1556). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ιδρυτής του τάγματος των ιησουιτών. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ινίγκο Λόπες ντε Ρεκάλντε ντε Λογιόλα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Ματίς, Aνρί Εμίλ Μπενουά — (Henri Emile Benoit Matisse, Καμπρεζί 1869 – Νις 1954). Γάλλος ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές νομικής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπαθε σκωληκοειδίτιδα. Την περίοδο της ανάρρωσής του άρχισε να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει… …   Dictionary of Greek

  • Ουτριλό, Μορίς — (Maurice Utrillo, Παρίσι 1883 – 1955). Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους καλλιτέχνες. Γιος της ζωγράφου Συζάν Βαλαντόν, μυήθηκε στη ζωγραφική από τη μητέρα του που θέλησε με τον τρόπο αυτό να τον απομακρύνει από το πάθος… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”